- χαλύβωση
- ηη ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλυβώνω, η μεταβολή σίδερου σε χάλυβα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.